- νανισμός
- Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος και του βάρους, κάτω από τις οποίες ο ενήλικος χαρακτηρίζεται ν., δεν έχουν καθοριστεί ακριβώς και ποικίλλουν (π.χ. για το ύψος μεταξύ 100 και 130 εκ.). Ο ν. δεν πρέπει να συγχέεται με τον παιδισμό, που είναι μια ανωμαλία στην εξέλιξη ωρίμασης του σώματος, του φύλου ή του ψυχισμού και ο οποίος μπορεί να συνυπάρχει με τον ν. Διακρίνονται οι ακόλουθοι τύποι ν.: πρωτοπαθής, συγγενής και κληρονομικός· παιδικός, που εκδηλώνεται κατά την παιδική ηλικία και συχνά συνοδεύεται από παιδισμό· δευτεροπαθής, που οφείλεται σε νοσήματα των ενδοκρινών αδένων (ν. υποθυρεοειδικός και υπεργεννητικός)· ν. που οφείλονται σε παθήσεις του σκελετού, στους οποίους το μειωμένο ανάστημα είναι αποτέλεσμα ανώμαλης σκελετικής διάπλασης και συνοδεύεται συχνά με εκσεσημασμένες σωματικές δυσαρμονίες (ραχιτικός και αχονδροπλαστικός ν.)· ν. συνδεόμενος με δυσμεταβολικά νοσήματα (νεφρωσικός, γλυκοζουρικός) ή με νοσήματα ορισμένων οργάνων (καρδιακός, νεφρικός, ηπατικός, εντερικός).
Η θεραπεία δεν προσφέρει τίποτε στις συγγενείς μορφές, ενώ στις περιπτώσεις δευτεροπαθούς ν. η απομάκρυνση των αιτίων μπορεί να επιδράσει ευνοϊκά, ιδίως κατά την παιδική ηλικία, όταν ακόμα δεν έχουν προκληθεί ανεπανόρθωτες ζημιές (μια τέτοια περίπτωση είναι, για παράδειγμα, η σύγκλειση των συζευκτικών χόνδρων των μακρών οστών κ.ά.).
* * *ο1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού νάνου, η επίσχεση τής σωματικής ανάπτυξης σε όρια κάτω από τα ελάχιστα φυσιολογικά2. βοτ. η καχεκτική ανάπτυξη τών φυτών, η παραμονή τους σε όρια μικρότερα από το συνηθισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nanisme < γαλλ. nain (< λατ. nanus < νᾶνος) + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.